-
1 κήλη
[кили] ουσ. Θ. грыжаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κήλη
-
2 грыжа
-
3 грыжа
грыжаж мед. ἡ κήλη / разг τό κατέβασμα:паховая \грыжа ἡ βουβωνική κήλη· мошоночная \грыжа» ἡ ὀσχεοκήλη. -
4 грыжа
мед. η κήλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грыжа
-
5 зоб
1. (расширенная часть пищевода у птиц, насекомых и моллюсков) о πρόβολος των πτηνών 2. (опухолевидное увеличение щитовидной железы) η βρογχοκήλη, η κήλη στον λαιμό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зоб
-
6 проктоцеле
(ректоцеле) мед. η ορθο-κήλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проктоцеле
-
7 грыжа
[γκρύζα] ουσ. θ. (ιατρ.) κήλη -
8 грыжа
[γκρύζα] ουσ θ (ιατρ) κήλη -
9 грыжа
-и θ.κήλη•пупочная грыжа ομφαλοκήλη•
паховая грыжа βουβωνοκήλη.
|| φλόγωση, φλεγμονή, φούσκα, φλύκταινα. -
10 пупочный
επ.του αφαλού•-ая грыжа ομφαλό κήλη.
См. также в других словарях:
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
κήλη — η ξίγκι, σπάσιμο: Έχει κήλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κήλη — κήλας adjutant masc voc sg κήλη tumour fem nom/voc sg (attic epic ionic) κηλέω charm pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κηλέω charm imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλῇ — κηλέω charm pres subj mp 2nd sg κηλέω charm pres ind mp 2nd sg κηλέω charm pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροκήλη — η (Α μηροκήλη) κήλη τών ενδοκοιλιακών σπλάγχνων διά μέσου τού μηριαίου δακτυλίου στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κήλη (πρβλ. κιρσο κήλη, ομφαλο κήλη)] … Dictionary of Greek
κηλικός — ή, ό [κήλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κήλη 2. αυτός που πάσχει από κήλη … Dictionary of Greek
στεατοκήλη — η, ΝΑ νεοελλ. στεάτωμα* αρχ. λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο κήλη)] … Dictionary of Greek
ηπατοκήλη — η κήλη τού ήπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatocele < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + cele (πρβλ. κήλη)] … Dictionary of Greek
καναδόκα — καναδόκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της.… … Dictionary of Greek
κηλήτης — κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) [κήλη] αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.) … Dictionary of Greek
κηλογράφος — κηλογράφος, ον (Α) αυτός που έγραφε για θέματα που έχουν σχέση με την κήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + γράφος (< γράφω), πρβλ. γλωσσο γράφος, τοπο γράφος] … Dictionary of Greek